- υπαγκάλιος
- -ον, ΜΑ, και δ. γρφ. υπάγκαλος, -ον, Α(για τέκνο) αυτός που μεταφέρεται στην αγκαλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ἀγκάλη + κατάλ. -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπαγκάλιος — in the arms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαγκάλιοι — ὑπαγκάλιος in the arms masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπάγκαλος — ον, Α (δ. γρφ.) βλ. ὑπαγκάλιος … Dictionary of Greek
υπαγκαλίδιος — ία, ον, Μ [ὑπαγκάλιος] αυτός που μεταφέρεται στην αγκαλιά … Dictionary of Greek